- σακχυφάντης
- σακχῠφάντης, ου, ὁ, ([etym.] ὑφαίνω)A one who weaves sackcloth, sailmaker, D.48.12, IG22.2403 (iv B.C.), Poll.10.191, Hsch.; cf. σακκοϋφάντης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακχυφάντης — ὁ, Α αυτός που υφαίνει σακιά ή τρίχινα υφάσματα, ο σακκοϋφάντης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο ϋφάντης, με τροπή τού κ στο αντίστοιχο δασύ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
σακχυφάνται — σακχυφάντης one who weaves sackcloth masc nom/voc pl σακχυφάντᾱͅ , σακχυφάντης one who weaves sackcloth masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακχυφάντας — σακχυφάντᾱς , σακχυφάντης one who weaves sackcloth masc acc pl σακχυφάντᾱς , σακχυφάντης one who weaves sackcloth masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)